Θωρ

Θωρ
Θεός της σκανδιναβικής μυθολογίας, γιος του Οντίν και της Γιορντ. Ήταν θεός της βροντής, της αστραπής, των ανέμων και των ευεργετικών βροχών, πατέρας της δύναμης και ανταγωνιστής των γιγάντων. Προστάτευε και υπεράσπιζε τη γη, τους ανθρώπους και τη δικαιοσύνη. Στη σκανδιναβική μυθολογία αναφέρεται ως νέος, όμορφος, γλεντοκόπος και καλοφαγάς. Ισχυρό όπλο του ήταν το τσεκούρι, το οποίο, αφού όλη την ημέρα σκόρπιζε τον θάνατο, επέστρεφε μόνο του στα χέρια του θεού. Επιπλέον το τσεκούρι του Θ. καθαγίαζε και τις γαμήλιες τελετές. Οι χωρικοί είχαν καθιερώσει ως αργία την ημέρα Πέμπτη, που ήταν αφιερωμένη στον θεό, ενώ οι νέοι προτιμούσαν αυτή την ημέρα για τον γάμο τους. Ο Θ. ήταν μία από τις τρεις θεότητες στις οποίες ήταν αφιερωμένος ο μεγάλος ναός στην Ουψάλα της Σουηδίας. Οι Λατίνοι συγγραφείς τον ταύτιζαν με τον Δία ή τον Ηρακλή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βαλλιστικά βλήματα — Ο όρος β.β. καθιερώθηκε στη σύγχρονη τεχνική ορολογία μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και σημαίνει κινητά σώματα που εκτοξεύονται και διατηρούνται στην τροχιά τους με συστήματα αυτοπροώθησης και ενδοαντίδρασης ή με κινητήρες αντίδρασης διαφόρων… …   Dictionary of Greek

  • θόριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Th. Ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην οικογένεια των ακτινίδων. Έχει ατομικό αριθμό 90, ατομική μάζα 232,04 και δύο σταθερά ισότοπα· το 230Th, που ονομάζεται και ιόνιο, εκπέμπει ισχυρά σωμάτια α.… …   Dictionary of Greek

  • κοντόθωρος — η, ο 1. μύωπας, αυτός που δεν μπορεί να δει μακριά 2. μτφ. αυτός που έχει περιορισμένη αντίληψη τών πραγμάτων ή που δεν μπορεί να δει τα πράγματα μακροπρόθεσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + θωρος (< θ. θωρ τού θωρώ), πρβλ. γλυκό θωρος, καλό… …   Dictionary of Greek

  • μακρύθωρος — η, ο αυτός που έχει οξεία όραση και μπορεί να βλέπει μακριά, οξυδερκής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρύς + θωρος (< θ. θωρ τού θωρώ), πρβλ. γλυκό θωρος, κοντό θωρος] …   Dictionary of Greek

  • ξέθωρος — η, ο 1. αυτός που έχει χάσει το χρώμα του, ξεθωριασμένος 2. (για χρώμα) αυτός που έχει χάσει την αρχική του ζωηρότητα, άτονος 3. μτφ. αχνός, δυσδιάκριτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + θωρος (< θ. θωρ τού θωρώ), πρβλ. κοντό θωρος] …   Dictionary of Greek

  • Ντόναρ — Γερμανικός θεός αντίστοιχος προς τον σκανδιναβικό Θωρ, το όνομα του οποίου σήμαινε «βροντή». Γιος του Όντιν και της Γερντ (Γης), παριστανόταν με τη μορφή γίγαντα με κόκκινη γενειάδα και τρομερή φωνή. Το κυριότερο χαρακτηριστικό του ήταν το μαγικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”